Ανασκαφική έρευνα διάρκειας πέντε εβδομάδων πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, από τον Απρίλιο μέχρι και τον Μάιο του 2013 στη θέση Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, κοντά στο διεθνή αερολιμένα της Λάρνακας. Οι ανασκαφές, όπως ανακοίνωσε το Τμήμα Αρχαιοτήτων, διενεργήθηκαν υπό τη Διεύθυνση του Καθηγητή Πέτερ Φίσερ και αποκάλυψαν ένα μέχρι πρότινος άγνωστο τμήμα της πόλης του 14ου -12ου προ Χριστού αιώνα
Εκτιμάται ότι η πόλη είχε μέγεθος μεταξύ 25 και 50 εκταρίων και οι απαρχές της ανάγονται στον 16ο αιώνα π. Χ, ενώ στις αρχές του 12ου αιώνα πΧ η πόλη καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε, χωρίς να κατοικηθεί εκ νέου.
Μέχρι στιγμής μόνον ένα μικρό της τμήμα έχει ανασκαφεί και η ανακάλυψη του νέου αυτού τμήματος οφείλεται στη χρήση εξειδικευμένου υπεδάφιου ραντάρ, που χρησιμοποιήθηκε μέσα στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ και του Πανεπιστημίου της Βιέννης το 2010 και 2012. Το υπεδάφιο ραντάρ δημιουργεί ακτινογραφίες του υπεδάφους σε βάθος μέχρι και δύο μέτρα.
Οι ανασκαφές του 2013, οι οποίες έφεραν στο φως 200 τετραγωνικά μέτρα της πόλης, επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα του ραντάρ. Η ομάδα εντόπισε μια θέση παραγωγής χαλκού όπου βρέθηκαν μεταλλεύματα χαλκού και εκατοντάδες κιλά σκουριάς χαλκού.
Επίσης βρέθηκε αριθμός πήλινων φυσητήρων, με τους οποίους φυσούσαν αέρα μέσα στα καμίνια για να ανεβάσουν τη θερμοκρασία του μεταλλεύματος ώστε να απομονωθεί ο χαλκός.
Το μετάλλευμα και οι σκουριές αποθηκεύονταν μέσα σε βαθιούς λάκκους προτού τοποθετηθούν μέσα στα καμίνια και φαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της κατασκευής των λάκκων αυτών, οι αρχαίοι εντόπισαν τυχαία έναν τάφο τον οποίο καθάρισαν απομακρύνοντας τα ανθρώπινα οστά και τα κτερίσματα.
Οι σημερινές ανασκαφές, όμως, αποκάλυψαν αντικείμενα τα οποία δεν είχαν απομακρυνθεί, όπως πήλινα αγγεία, χάλκινα αντικείμενα και δύο σφραγιδοκυλίνδρους με εγχάρακτες παραστάσεις (η μια παράσταση παρουσιάζει τρείς πολεμιστές και η άλλη έναν πολεμιστή/ κυνηγό με ελάφι και δέντρο).
Η κεραμική φανερώνει ότι ο τάφος αυτός είχε δημιουργηθεί 100-200 έτη πριν βρεθεί από τους κατοίκους του 14ου ή 13ου αιώνα πΧ.
Δίπλα από τη θέση παραγωγής χαλκού, αποκαλύφθηκε οικιστικό τμήμα της πόλης με σημαντικά ευρήματα όπως υψηλής ποιότητας μυκηναϊκή κεραμική εισηγμένη από τη Στερεά Ελλάδα αλλά και τα νησιά του Αιγαίου, φανερώνοντας τις στενές επαφές της Κύπρου με τον μυκηναϊκό κόσμο. Επίσης βρέθηκαν και αρκετά αγγεία εισηγμένα από την ανατολική Μεσόγειο.
Η τοπική λευκή γραπτή τροχήλατη του ζωγραφικού ρυθμού φανερώνει το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο ζωγραφικής, ειδικά στην περίπτωση ενός από τους μεγάλους κρατήρες, του Κερασφόρου Θεού.
Η εμπρόσθια όψη του κοσμείται με μια δεσπόζουσα μορφή, προφανώς κάποιου θεού, με ανασηκωμένα χέρια, που φορεί κράνος με κέρατα και μακρύ ένδυμα.
Η μορφή έχει κοινά με τα χάλκινα αγαλματίδια από την Έγκωμη και δίπλα από τον Θεό κάθεται μια ανθρώπινη μορφή, που τραβά έναν ταύρο μRε σχοινί. Η παράσταση περιλαμβάνει επίσης ιχθύ και πτηνά, μεταξύ των οποίων και ένα παγώνι. Η άλλη όψη του κρατήρα φέρει σύνθετη παράσταση με γεωμετρικά μοτίβα.
Η ποιότητα της κεραμικής στη θέση αυτή αλλά και τα υπόλοιπα αντικείμενα που συνδέονται με την παραγωγή χαλκού φανερώνουν ότι οι κάτοικοι εδώ είχαν πρόσβαση σε είδη πολυτελείας και πιθανόν να ανήκαν σε υψηλά κοινωνικά στρώματα.
Κοντά στη θέση παραγωγής χαλκού, ανασκάφθηκε και δωμάτιο που περιείχε μεγάλα αγγεία γεμάτα κογχύλια Μουρέξ, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως πηγή μοβ βαφής.
Τα κογχύλια, μαζί με άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με την υφαντική τέχνη (σφοντύλια και υφαντικά βαρίδια), φανερώνουν ότι στη θέση αυτή κατασκευαζόταν ένα από τα ακριβότερα προϊόντα της Εποχής του Χαλκού: τα μoβ υφάσματα.
Κάποιες δοκιμαστικές τομές, που ανοίχθηκαν περίπου 50 μέτρα στα δυτικά της θέσης παραγωγής χαλκού, έφεραν στο φως λιθόστρωτο δρόμο πλάτους 10 μέτρων που χωρίζει το τμήμα της πόλης που σχετίζεται με την παραγωγή χαλκού από κάποιο άλλο τμήμα.
Οι πρώτες ενδείξεις από τις τομές αυτές δείχνουν ότι το υλικό από την περιοχή αυτή είναι πρωιμότερο και πιθανόν να ανήκει στον 14ο αιώνα πΧ.
Κατά την αρχαιότητα, ο χαλκός χρησιμοποιείτο για την κατασκευή όπλων, εργαλείων και κοσμημάτων και εξαγόταν από την Κύπρο στην Ελλάδα και βορειοδυτικά στη σημερινή δυτική Ευρώπη αλλά και στην ανατολική Μεσόγειο, στην Ανατολία και στην Αίγυπτο.
Το υψηλό βιοτικό επίπεδο των Κυπρίων της Εποχής του Χαλκού δεν οφειλόταν μόνον στον χαλκό αλλά και στην εξαγωγή υψηλής ποιότητας κυπριακής κεραμικής και μοβ υφασμάτων.
Οι Κύπριοι εισήγαγαν χρυσάφι, ασήμι, μόλυβδο και έργα τέχνης κυρίως από την Ελλάδα, την Αίγυπτο και την ανατολική Μεσόγειο. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για την εισαγωγή στην Κύπρο παστού ψαριού από το Νείλο της Αιγύπτου.
anakalipto.blogspot.gr
newsit.com.cy
Εκτιμάται ότι η πόλη είχε μέγεθος μεταξύ 25 και 50 εκταρίων και οι απαρχές της ανάγονται στον 16ο αιώνα π. Χ, ενώ στις αρχές του 12ου αιώνα πΧ η πόλη καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε, χωρίς να κατοικηθεί εκ νέου.
Μέχρι στιγμής μόνον ένα μικρό της τμήμα έχει ανασκαφεί και η ανακάλυψη του νέου αυτού τμήματος οφείλεται στη χρήση εξειδικευμένου υπεδάφιου ραντάρ, που χρησιμοποιήθηκε μέσα στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ και του Πανεπιστημίου της Βιέννης το 2010 και 2012. Το υπεδάφιο ραντάρ δημιουργεί ακτινογραφίες του υπεδάφους σε βάθος μέχρι και δύο μέτρα.
Οι ανασκαφές του 2013, οι οποίες έφεραν στο φως 200 τετραγωνικά μέτρα της πόλης, επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα του ραντάρ. Η ομάδα εντόπισε μια θέση παραγωγής χαλκού όπου βρέθηκαν μεταλλεύματα χαλκού και εκατοντάδες κιλά σκουριάς χαλκού.
Επίσης βρέθηκε αριθμός πήλινων φυσητήρων, με τους οποίους φυσούσαν αέρα μέσα στα καμίνια για να ανεβάσουν τη θερμοκρασία του μεταλλεύματος ώστε να απομονωθεί ο χαλκός.
Το μετάλλευμα και οι σκουριές αποθηκεύονταν μέσα σε βαθιούς λάκκους προτού τοποθετηθούν μέσα στα καμίνια και φαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της κατασκευής των λάκκων αυτών, οι αρχαίοι εντόπισαν τυχαία έναν τάφο τον οποίο καθάρισαν απομακρύνοντας τα ανθρώπινα οστά και τα κτερίσματα.
Οι σημερινές ανασκαφές, όμως, αποκάλυψαν αντικείμενα τα οποία δεν είχαν απομακρυνθεί, όπως πήλινα αγγεία, χάλκινα αντικείμενα και δύο σφραγιδοκυλίνδρους με εγχάρακτες παραστάσεις (η μια παράσταση παρουσιάζει τρείς πολεμιστές και η άλλη έναν πολεμιστή/ κυνηγό με ελάφι και δέντρο).
Η κεραμική φανερώνει ότι ο τάφος αυτός είχε δημιουργηθεί 100-200 έτη πριν βρεθεί από τους κατοίκους του 14ου ή 13ου αιώνα πΧ.
Δίπλα από τη θέση παραγωγής χαλκού, αποκαλύφθηκε οικιστικό τμήμα της πόλης με σημαντικά ευρήματα όπως υψηλής ποιότητας μυκηναϊκή κεραμική εισηγμένη από τη Στερεά Ελλάδα αλλά και τα νησιά του Αιγαίου, φανερώνοντας τις στενές επαφές της Κύπρου με τον μυκηναϊκό κόσμο. Επίσης βρέθηκαν και αρκετά αγγεία εισηγμένα από την ανατολική Μεσόγειο.
Η τοπική λευκή γραπτή τροχήλατη του ζωγραφικού ρυθμού φανερώνει το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο ζωγραφικής, ειδικά στην περίπτωση ενός από τους μεγάλους κρατήρες, του Κερασφόρου Θεού.
Η εμπρόσθια όψη του κοσμείται με μια δεσπόζουσα μορφή, προφανώς κάποιου θεού, με ανασηκωμένα χέρια, που φορεί κράνος με κέρατα και μακρύ ένδυμα.
Η μορφή έχει κοινά με τα χάλκινα αγαλματίδια από την Έγκωμη και δίπλα από τον Θεό κάθεται μια ανθρώπινη μορφή, που τραβά έναν ταύρο μRε σχοινί. Η παράσταση περιλαμβάνει επίσης ιχθύ και πτηνά, μεταξύ των οποίων και ένα παγώνι. Η άλλη όψη του κρατήρα φέρει σύνθετη παράσταση με γεωμετρικά μοτίβα.
Η ποιότητα της κεραμικής στη θέση αυτή αλλά και τα υπόλοιπα αντικείμενα που συνδέονται με την παραγωγή χαλκού φανερώνουν ότι οι κάτοικοι εδώ είχαν πρόσβαση σε είδη πολυτελείας και πιθανόν να ανήκαν σε υψηλά κοινωνικά στρώματα.
Κοντά στη θέση παραγωγής χαλκού, ανασκάφθηκε και δωμάτιο που περιείχε μεγάλα αγγεία γεμάτα κογχύλια Μουρέξ, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως πηγή μοβ βαφής.
Τα κογχύλια, μαζί με άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με την υφαντική τέχνη (σφοντύλια και υφαντικά βαρίδια), φανερώνουν ότι στη θέση αυτή κατασκευαζόταν ένα από τα ακριβότερα προϊόντα της Εποχής του Χαλκού: τα μoβ υφάσματα.
Κάποιες δοκιμαστικές τομές, που ανοίχθηκαν περίπου 50 μέτρα στα δυτικά της θέσης παραγωγής χαλκού, έφεραν στο φως λιθόστρωτο δρόμο πλάτους 10 μέτρων που χωρίζει το τμήμα της πόλης που σχετίζεται με την παραγωγή χαλκού από κάποιο άλλο τμήμα.
Οι πρώτες ενδείξεις από τις τομές αυτές δείχνουν ότι το υλικό από την περιοχή αυτή είναι πρωιμότερο και πιθανόν να ανήκει στον 14ο αιώνα πΧ.
Κατά την αρχαιότητα, ο χαλκός χρησιμοποιείτο για την κατασκευή όπλων, εργαλείων και κοσμημάτων και εξαγόταν από την Κύπρο στην Ελλάδα και βορειοδυτικά στη σημερινή δυτική Ευρώπη αλλά και στην ανατολική Μεσόγειο, στην Ανατολία και στην Αίγυπτο.
Το υψηλό βιοτικό επίπεδο των Κυπρίων της Εποχής του Χαλκού δεν οφειλόταν μόνον στον χαλκό αλλά και στην εξαγωγή υψηλής ποιότητας κυπριακής κεραμικής και μοβ υφασμάτων.
Οι Κύπριοι εισήγαγαν χρυσάφι, ασήμι, μόλυβδο και έργα τέχνης κυρίως από την Ελλάδα, την Αίγυπτο και την ανατολική Μεσόγειο. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για την εισαγωγή στην Κύπρο παστού ψαριού από το Νείλο της Αιγύπτου.
anakalipto.blogspot.gr
newsit.com.cy
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου