
Παρά τις χωρικές και χρονικές αποστάσεις που χωρίζουν τους διάφορους πολιτισμούς, οι ιστορίες που αφορούν τα βαμπίρ είναι εκπληκτικά ομοιόμορφες. Οι περισσότερες από τις περιγραφές επιθέσεων βαμπίρ προέρχονται από την Ελλάδα, την Κίνα και τα σλαβικά έθνη. Και αν τα σλαβικά έθνη κινούνται σε μια κοινή λίγο-πολύ μυθολογική δεξαμενή με τον ελλαδικό χώρο, η Κίνα τόσο πολιτισμικά όσο και χωρικά απέχει μακράν της βαλκανικής χερσονήσου και της βορειοδυτικής Ασίας.
Το βαμπίρ είναι το προϊόν συσσώρευσης, η συνισταμένη των σκοτεινότερων ανθρώπινων φόβων και των βαθύτερων πεποιθήσεων. Τα διαφορετικά διανύσματα που το συνθέτουν είναι ο πρωτόγονος φόβος του ανθρώπου για το θάνατο και τους νεκρούς, η αναζήτησή του για την αθανασία, η επιθυμία του να ελέγξει το περιβάλλον του, οι ανθρωπόμορφες αντιλήψεις του για τη γονιμότητα της γης και τη δημιουργία της, ο ανιμισμός του, η αντίληψή του για τον κόσμο και για τη θέση του μέσα σ' αυτόν. Όλα αυτά μαζί στο πέρασμα του χρόνου συνέκλιναν για να μας δώσουν τη σύγχρονη και σχετικά περίπλοκη εικόνα του σημερινού βαμπίρ.
Το σημαντικότερο γεγονός για το βαμπίρ είναι ότι "ζει" πέρα από το φυσικό θάνατο, και οι μύθοι οι σχετικοί με την προέλευσή του υποδεικνύουν την πολύ ισχυρή σύνδεσή του με το σύμβολο του φιδιού. Το βαμπίρ συνδέεται με τους αρχαίους μύθους της γονιμότητας, και μέσω της κυριάρχης σχέσης που κατέχει το φίδι με τη γονιμότητα, και μέσω των ανακυκλούμενων ζωικών χαρακτηριστικών του βαμπίρ, όπως είναι ο τρόπος του ύπνου του, η επιστροφή εκ νεκρών και η ανανέωσή του μέσω της επαφής του με τη διαβίωση.
Οι δύο μύθοι που σχετίζονται με την προέλευση του βαμπίρ είναι παρόμοιοι και είναι πιθανώς, παραλλαγές στο ίδιο λαογραφικό μοτίβο.


Τόσο η Λάμια όσο και η Λίλιθ έχουν μια ισχυρή σχέση με το φίδι. Σε μια από τις μεταφράσεις της Βίβλου, συγκεκριμένα τη Vulgata, η μετάφραση του ονόματος Λίλιθ είναι Λάμια. Η λέξη Λίλιθ σημαίνει επίσης κουκουβάγια που βγάζει οξύ και διαπεραστικό ήχο και φάσμα ή φάντασμα. Η Λάμια και η Λίλιθ αποπλανούσαν και οι δύο τα αρσενικά θύματά τους και και τα οδηγούσαν στο θάνατο. Η Ιστάρ, η μεσοποταμιακή θεά της γονιμότητας, σκότωσε τους εραστές της με τον ίδιο τρόπο, αλλά δε δαιμονοποίθηκε όπως οι προκάτοχοί της, γεγονός που υποδεικνύει θρησκευτικές συγκρούσεις σε πανάρχαιες εποχές για την επικράτηση του αρσενικού στοιχείου στη λατρεία και τη σταδιακή αντικατάσταση της θεάς με τις διμονοποιημένες όψεις της. Στην ίδια μακρινή αρχαιότητα η Λάμια και ο Λάμος ήταν παιδιά του Ποσειδώνα που λατρεύτηκαν ως θεοί. Η λατρεία τους έσβησε και υποβιβάστηκαν στη θέση δαιμόνων, όταν ήρθε ο Δίας στην εξουσία.
- Ο φόβος του θανάτου και ο κάτω κόσμος

Οι αρχέγονοι λαοί δε θεώρησαν ποτέ ότι οι νεκροί διαχωρίζονται πλήρως από τους ζωντανούς. Ανάμεσα στους δύο κόσμους παρατηρείται μια έντονη αλληλεπίδραση με κοινές σφαίρες επιρροής. Γενικά θεωρούσαν πως οι νεκροί ζούσαν σε έναν κάτω κόσμο που συνδεόταν πολύ με τον τάφο. Αρχικά θεωρούσαν πως ο κάτω κόσμος ήταν το ακριβές αντίγραφο του κόσμου των ζώντων, μια πεποίθηση που ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο ήλιος φαινόταν να πηγαίνει στον κάτω κόσμο όταν έδυε τη νύχτα. Η είσοδος στον κάτω κόσμο, επομένως, βρισκόταν στη δύση, κοντά στο σημείο όπου ο ήλιος έμπαινε στη γη. Αργότερα δημιουργήθηκε η ιδέα του σκοτεινού και φρικτού κάτω κόσμου βάσει του τύπου του κάτω κόσμου που αφηγείται ο σουμερο-βαβυλωνιακός μύθος της Ιστάρ και της αναζήτησης του εραστή της Ταμούζ. Δεδομένης μάλιστα της αρχαιότητας του μύθου, είναι πολύ πιθανό οι ελληνικές και ρωμαϊκές απόψεις να αναπτύχθηκαν από τούτη τη μεσοποτάμια ιδέα της κόλασης. Για τους πρώτους Ρωμαίους, η ψυχή αναπαυόταν με το σώμα μέσα στον τάφο. Σκεύη της καθημερινότητας σχετικά με τη συντήρηση της ζωής τοποθετούνταν μέσα και γύρω από τον τάφο για να στηρίξουν την ψυχή στη μετθανάτια ζωή της.
Η συνέχιση της ύπαρξης της ψυχής μετά από το θάνατο υπογραμμίστηκε λεπτομερώς. Οι Έλληνες, επίσης, πίστεψαν στην αθανασία της ψυχής. Σε μια αντίληψη της μετά θάνατον ζωής, η ψυχή κατοικούσε με το σώμα στον τάφο και διατηρούσε την ύπαρξή της εκεί. Ο τάφος περιείχε επίσης "είδωλα" τη φτερωτή μορφή του νεκρού στον οποίο άνηκε ο τάφος.
Με τον τάφο σχετιζόταν και το φίδι αντιπροσωπευτικό των συλλογικών δυνάμεων των νεκρών, των δυνάμεων της ζωής, της μετενσάρκωσης και της αθανασίας της φυλής, Μέσω αυτής της τελευταίας εικόνας ότι ο τάφος έγινε ναός του φιδιού. Μια άλλη αντίληψη για την εικόνα του κάτω κόσμου ήταν εκείνη σύμφωνα με την οποία όλες οι ψυχές συνυπήρχαν, η πιο κοινή εντύπωση της μετά θάνατον ζωής. Ο κάτω κόσμος ήταν σκοτεινός και θλιβερός και ο ήλιος ποτέ δεν έριχνε τις ακτίνες του στα δώματά του. Οι ψυχές αποκαλούνταν " σκιές" και περιγράφονταν ως αναιμικά φάσματα, χωρίς τη δύναμη της ομιλίας ή η δυνατότητα να ικανοποιούν οποιαδήποτε από τις ανθρώπινες επιθυμίες. Στην Οδύσσεια περιγράφεται πως όταν ο Οδυσσέας επισκέφτηκε τον κάτω κόσμο, έπρεπε να δώσει αίμα για τροφή στα πνεύματα, για να μπορέσουν να μιλήσουν.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι φοβούνταν ιδιαίτερα την επιστροφή μιας κακόβουλης ψυχής και λάμβαναν μέτρα για την ανάπαυσή της. Έτσι, η κηδεία και ο τρόπος ενταφιασμού είχαν ένα διπλό σκοπό: την προστασία των ζώντων από την περιπλάνηση των θαμμένων ψυχών και την επιβεβαίωση της ανάπαυσης των ψυχών στον κάτω κόσμο. Οι παραλλαγές που προέκυψαν στην πορεία του χρόνου, είχαν να κάνουν με τις ιδιαίτερες πτυχές αυτής πρακτικής που υπογράμμιζαν οι διαφορετικές φυλές με τα συγκεκριμένα έθιμά τους.
Προκειμένου να προστατευθούν οι ζωντανοί από τους νεκρούς, λαμβάνονταν ειδικές προφυλάξεις κατά τη διάρκεια της νεκρικής τελετής και στα μέσα του ενταφιασμού, όλες με στόχο να κρατήσουν τους νεκρούς στον τάφο. Πριν φύγει ο νεκρός από την κατοικία, οι συγγενείς περπατούσαν γύρω της τρεις φορές, μια πρακτική γνωστή ως κύκλωσις με την οποία υπενθύμιζαν στο σώμα ότι έπρεπε να παραμείνει στον τάφο. Κατά την απομάκρυνση του σώματος από την οικία λαμβανόταν ιδιαίτερη μέριμνα έτσι ώστε ο νεκρός, ακόμη και αν όλα τα άλλα αποτύγχαναν, να μην είναι σε θέση να βρεί τον τρόπο του πίσω στο σπίτι. Έβγαινε με τα πόδια μπροστά και τα μάτια δεμένα, έτσι ώστε δεν μπορούσε να "δει" πού πήγαινε. Δεδομένου επίσης ότι το βαμπίρ επέστρεφε πάντα για να επιτεθεί στους συγγενείς του πρώτα, αυτή η προφύλαξη ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Δεδομένου ότι η ψυχή μπορούσε να επιστρέψει από το ίδιο σημείο που χρησιμοποιήθηκε για την έξοδό της, συχνά το σώμα δε μεταφερόταν μέσω της πόρτας, αλλά μέσω κάποιου παραθύρου. Σε αρκετές περιπτώσεις γκρεμιζόταν ένα κομμάτι από τον τοίχο, περνούσε το σώμα και επισκευαζόταν κατόπιν. Το σκηνικό άλλαζε και το βαμπίρ δεν μπορούσε να επιστρέψει και να βλάψει την κατοικία και τους ενοίκους της.
Στον τόπο του ενταφιασμού λαμβάνονταν και άλλες προφυλάξεις. Το σώμα θαβόταν συχνά με το πρόσωπο προς τη γη για να μην μπορεί να βρει την έξοδο. Για να δεσμεύσουν το σώμα, ορισμένες πρωτόγονες φυλές της κεντρικής Ευρώπης έκοβαν τους τένοντες και τσάκιζαν τη σπονδυλική στήλη, προκειμένου να αποτρέψουν τη μετακίνηση, ενώ κάποιες άλλες προχωρούσαν σε ακρωτηριασμό του σώματος. Μόλις θαβόταν ο νεκρός, λίθοι συσσωρεύονταν πάνω από τον τάφο κι έτσι δεν μπορούσε να διαταραχθεί ο τάφος. Μερικές φορές ο ενταφιασμός γινόταν σε κάποια προσωρινή αλλαγή της κοίτης ποταμού, καθώς το νερό θεωρείται ακόμη και σήμερα αποτελεσματικός φραγμός για για την περιπλάνηση οποιουδήποτε πνεύματος.
Για τους νεκρούς που αυτοκτονούσαν οι διαδικασίες ήταν διαφορετικές. Συνήθως οι αυτόχειρες θάβονταν σε σταυροδρόμια με την καρδιά τους τρυπημένη με ένα παλούκι και με τα μέλη ακρωτηριασμένα. Με αυτόν τον τρόπο οι ζωντανοί πίστευαν ότι προστατεύονταν από τους νεκρούς που αψηφούσαν τους νόμους της φύσης και έβαζαν μόνοι τους τέλος στη ζωή τους. Μια ζωή στην οποία δικαιοδοσία έχει μόνον ο θάνατος.
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι λόγοι για τους οποίους οι ζωντανοί φοβούνταν τον νεκρό. Ένας από αυτούς είναι το τελετουργικό μίασμα εξαιτίας της φυσικής επαφής με τον νεκρό. Επιστρέφοντας λοιπόν από την επικήδεια τελετή, οι συγγενείς άδειαζαν όλα τα δοχεία που περιείχαν νερό μπροστα από την κατοικία, για να εμποδιστεί η επιστροφή του νεκρού. Επίσης, κατά τη διάρκεια του πένθους όλοι οι καθρέπτες του σπιτιού στρέφονταν προς τον τοίχο. Στους αρχαίους χρόνους το είδωλο του καθρέπτη και κάθε αντανάκλαση θεωρείτο ως ψυχή. Αν το πνεύμα του νεκρού βρισκόταν κάπου κοντά, θα μπορούσε ίσως να κλέψει την ψυχή που απεικονιζόταν στον καθρέπτη και κατόπιν ο ζωντανός θα έπρεπε να τον ακολουθήσει στον κάτω κόσμο. Ο καθρέφτης υποτίθεται ότι απεικονίζει την αλήθεια και το καλό. Συνεπώς κανένα βαμπίρ ή πνεύμα δεν μπορεί να απεικονιστεί στον καθρέφτη.
- Lemuria και Ανθεστήρια

Οι νεκροί λοιπόν έχουν δυνάμεις και σε τούτη την αντίληψη κρύβονται και οι λαϊκές πεποιθήσεις για τις δυνάμεις των βαμπίρ. Οι νεκροί μποορύν να παράγουν καλό και κακό, γεγονός που έχει σημαντική επίπτωση σε ολόκληρη κοινότητα. Η καλοκαγαθία των νεκρών οδηγεί σε καλή συγκομιδή, αφθονία των βροχοπτώσεων, καλούς και πολλούς απογόνους και άλλες γενικότερες ευλογίες. Η μοχθηρία των νεκρών οδηγεί σε θανατικό, σε στειρότητα των γυναικών και της γης, σε φτωχή συγκομιδή, σε θύελλες, σεισμούς και έκλειψη του ήλιου και της σελήνης, με λίγα λόγια σε απορρόφηση της ζωτικής ενέργειας που οδηγεί στην ευημερία.

- Οι φαντασιώσεις του φυλετικού ασυνείδητου

Η οντογέση λοιπόν ανακεφαλαιώνει τη φυλογένεση. Η ατομική ανάπτυξη επαναλαμβάνει ουσιαστικά την ιστορία της φυλής. Η αντιληπτική ανάπτυξη ενός παιδιού από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση ακολουθεί την ίδια πρόοδο που ακολουθούν οι αντιλήψεις του για το περιβάλλον, από τις πιό πρωτόγονες ρίζες του ως την παρούσα εκλέπτυνσή του. Οι πρωτόγονοι είδαν τον κόσμο όπως βλέπει ένα μωρό το δικό του: ένα περιβάλλον που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί. Όλα αλλάζουν παρά τη θέλησή του. Οι εποχές, η ημέρα και η νύχτα, η πρόοδος της ζωής προς το θάνατο μεταβάλλεται παρά τη θέλησή του. Όπως το παιδί, έτσι και ο πρωτόγονος ονόμασε αυτά τα πράγματα, γιατί η κατοχή του ονόματος των πραγμάτων είναι κατοχή γνώσης. Απέδωσε ζωή στα άψυχα αντικείμενα και προσπάθησε να επιζήσει στον άγνωστο κόσμο του. Οι αποκλίσεις από τον φυσιολογικό του κόσμο ήταν πάντα εκφοβιστικές. Είτε λοιπόν αυτές οι αποκλίσεις ήταν πραγματικές ή φανταστικές, παρέμειναν για πάντα ριζωμένες στο ατομικό και το φυλετικό ασυνείδητο.Αν και ο άνθρωπος αναπτύχθηκε διανοητικά παρέμεινε έρμαιο των σκοτεινών του φαντασιώσεων, τις οποίες δεν κατόρθωσε ποτέ να ερμηνεύσει παρά την τεχνολογική του ανάπτυξη. Το βαμπίρ αντιπροσωπεύει πιθανώς μία από αυτές τις φαντασιώσεις βαθιά ριζωμένη στο φυλετικό ασυνείδητο, δεδομένου ότι οι ανεξήγητοι φόβοι της παιδικής ηλικίας ακολουθούν το άτομο για το υπόλοιπο της ζωής του.
Κ. Καλογερόπουλος
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
J. E. Harison, Αρχαίες Ελληνικές Γιορτές, Ιάμβλιχος, 1995.
Louis Gray, (Ed), Mythology of All Races, Vol. III. Marshall-Jones Company, Boston; 1918.
Charles Lastings, (Ed), Encyclopedia of Religion and Ethics, Vol. 1-12. Charles Scribner's Sons, New York; 1908.
Montague Sommers The Vampire in Europe, E.P. Dutton & Co., New York; 1929.
R. Knight, The Symbolic Language of Ancient Art and Mythology, J.W. Boughton Co., New York; 1876.
D. Mackenzie, Myths of Crete and Pre-Hellenic Europe, Greenshaw Publishing Co., London; 1917.
George Cox, Mythology of the Aryan Nations, Longmans & Green Co., London; 1870.
J. G. Frazer, The Golden Bough, Macmillan Co., London; 1919.
J. G. Frazer, The New Golden Bough, Criterion Books; 1959.
Eli Burris, Taboo, Magic, and Spirits, Macmillan Co., New York; 1931.
www.e-telescope.gr
archive.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου